σπάσιμο — το 1. το να σπάζει κάποιος: Απαγορεύεται το σπάσιμο των πιάτων στα κέντρα διασκέδασης. 2. κάταγμα: Διαπιστώθηκε με την ακτινογραφία ότι έχει ένα σπάσιμο στο χέρι. 3. κήλη, κατέβασμα. 4. «σπάσιμο των τιμών», μείωση των τιμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
ανάρρηξη — η (Α ἀνάρρηξις) [αναρρήγνυμι] το σπάσιμο, το άνοιγμα που προκαλείται από σπάσιμο … Dictionary of Greek
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
κυματωγή — η (Α κυμοτωγή) το σημείο τής ακτής όπου σπάζουν τα κύματα νεοελλ. το σπάσιμο τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυματο αγή με συναίρεση < κῦμα, α τ ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
οδοντόκλαση — η σπάσιμο τών δοντιών που προκαλείται από χτύπημα ή από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κλάση «σπάσιμο» (< κλῶ «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
περίρρηξις — ήξεως, ἡ, ΜΑ [περιρρήγνυμι] μσν. διάνοιξη τραύματος αρχ. 1. απόσπαση και πτώση γύρω γύρω, ιδίως σπάσιμο οστών ή απογύμνωση τους από νεκρές σάρκες 2. κυκλικό, περιφερικό σπάσιμο … Dictionary of Greek
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek